Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνάπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συν|άπτω <-αψα, -άφθηκα, -ημμένος> [siˈnaptɔ] VERB μεταβ

1. συνάπτω (σε επιστολή):

συνάπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский