Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνάγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συν|άγω <-ήγαγα, -άχτηκα, -αγμένος> [siˈnaɣɔ] VERB μεταβ

1. συνάγω (συγκεντρώνω):

συνάγω

2. συνάγω (συμπεραίνω):

II . συνάγομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με συνάγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский