Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμψηφίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμψηφί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [simbziˈfizɔ] VERB μεταβ

συμψηφίζω κάτι με κάτι (γενικά)
συμψηφίζω κάτι με κάτι ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Παραδειγματικές φράσεις με συμψηφίζω

συμψηφίζω κάτι με κάτι ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский