Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμφωνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμφων|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [siɱfɔˈnɔ] VERB αμετάβ

1. συμφωνώ (μένω σύμφωνος):

συμφωνώ με
συμφωνώ να

2. συμφωνώ (έχω την ίδια γνώμη):

συμφωνώ
συμφωνώ με κάποιον σε κάτι
sich δοτ mit jdm über
συμφωνώ με κάποιον σε κάτι
etw αιτ einig sein

3. συμφωνώ (συνάπτω συμφωνία):

συμφωνώ

4. συμφωνώ (βρίσκομαι σε αρμονία):

συμφωνώ με

Παραδειγματικές φράσεις με συμφωνώ

συμφωνώ να
κατ' αρχή συμφωνώ
etw αιτ einig sein

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский