Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμμαζεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συμμαζ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [simaˈzɛvɔ] VERB μεταβ

1. συμμαζεύω (μαζεύω σε ένα μέρος):

συμμαζεύω

2. συμμαζεύω (συγυρίζω):

συμμαζεύω

II . συμμαζεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. συμμαζεύομαι (συμμορφώνομαι, κάνω προσπάθεια):

2. συμμαζεύομαι (από φόβο):

Παραδειγματικές φράσεις με συμμαζεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский