Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμβίωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμβίωσ|η <-εις> [siɱˈviɔsi] SUBST θηλ

1. συμβίωση:

συμβίωση
Zusammenleben ουδ

2. συμβίωση ΒΙΟΛ:

συμβίωση
Symbiose θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με συμβίωση

άγαμη συμβίωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский