Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγυρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συγυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sijiˈrizɔ] VERB μεταβ

1. συγυρίζω (δωμάτιο):

συγυρίζω

2. συγυρίζω (μαλώνω):

II . συγυρίζομαι VERB αυτοπ ρήμα (για να βγω βόλτα)

Παραδειγματικές φράσεις με συγυρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский