Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στοιχηματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στοιχηματί|ζω <-σα> [stiçimaˈtizɔ] VERB αμετάβ

1. στοιχηματίζω (βάζω στοίχημα):

στοιχηματίζω

2. στοιχηματίζω (σε ιπποδρομία):

στοιχηματίζω
στοιχηματίζω 50 ευρώ σε ένα άλογο

Παραδειγματικές φράσεις με στοιχηματίζω

στοιχηματίζω 50 ευρώ σε ένα άλογο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский