Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στιγμή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στιγμή [stiɣˈmi] SUBST θηλ

1. στιγμή (κουκκίδα):

στιγμή
Punkt αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский