Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στηρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στηρί|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [stiˈrizɔ] VERB μεταβ

1. στηρίζω (τους αγκώνες, τοίχο κτλ):

στηρίζω

2. στηρίζω μτφ (γνώμη κτλ):

στηρίζω σε
gründen auf +αιτ

II . στηρίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. στηρίζομαι (βασίζω τη γνώμη μου):

sich auf etw αιτ stützen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский