Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στενό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στενό [stɛˈnɔ] SUBST ουδ

1. στενό (σοκάκι):

στενό
Gasse θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με στενό

θαλάσσιο στενό
Meerenge θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский