Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στενοχωρημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στενοχωρημέν|ος [stɛnɔxɔriˈmɛnɔs], στεναχωρημέν|ος [stɛnaxɔriˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

στενοχωρημένος

Παραδειγματικές φράσεις με στενοχωρημένος

δείχνεις στενοχωρημένος - τι συμβαίνει;
φαινόταν στενοχωρημένος/άρρωστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский