Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στεγαστικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στεγαστικό πρόγραμμα
στεγαστικό πρόβλημα
Wohnungsnot θηλ
στεγαστικό δάνειο
στεγαστικό ταμιευτήριο
Bausparkasse θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „στεγαστικό“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

στεγαστικό ταμιευτήριο ουδ
στεγαστικό επίδομα ουδ
στεγαστικό πρόβλημα ουδ
στεγαστικό δάνειο ουδ
στεγαστικό δάνειο ουδ
στεγαστικό ταμιευτήριο ουδ
στεγαστικό δάνειο ουδ
στεγαστικό δάνειο ουδ
στεγαστικό επίδομα ουδ
καταθέσεις θηλ πλ στο στεγαστικό ταμιευτήριο
στεγαστικό αποταμιευτικό δάνειο ουδ
συμβόλαιο ουδ με στεγαστικό ταμιευτήριο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский