Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταυρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταυρικ|ός <-ή, -ό> [stavriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. σταυρικός (σε σχήμα σταυρού):

σταυρικός
kreuzförmig, Kreuz-

ιδιωτισμοί:

σταυρικός θάνατος
Tod αρσ am Kreuz

Παραδειγματικές φράσεις με σταυρικός

σταυρικός θάνατος
Tod αρσ am Kreuz

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский