Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στέκομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στ|έκομαι [ˈstɛkɔmɛ], στ|έκω [ˈstɛkɔ] <-άθηκα> VERB αμετάβ

3. στέκομαι (πηγαίνω κάπου και σταματώ):

στέκομαι

Παραδειγματικές φράσεις με στέκομαι

στέκομαι κλαρίνο
στέκομαι αλάργα
στέκομαι σούζα
στέκομαι στην ουρά
στέκομαι στη γραμμή
στέκομαι στην αράδα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский