Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στάθμευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στάθμευσ|η <-εις> [ˈstaθmɛfsi] SUBST θηλ

1. στάθμευση (σταμάτημα):

στάθμευση
Halten ουδ

2. στάθμευση (παρκάρισμα):

στάθμευση
Parken ουδ
απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση
εδώ απαγορεύεται η στάθμευση
Parkgebühr θηλ ενικ
Parkplatz αρσ

3. στάθμευση ΣΤΡΑΤ:

στάθμευση
Stationierung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με στάθμευση

εδώ απαγορεύεται η στάθμευση
απαγορεύεται η στάθμευση
απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский