Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκόνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκόνη [ˈskɔni] SUBST θηλ

1. σκόνη (στον αέρα, στα έπιπλα κτλ):

σκόνη
Staub αρσ
αστρική σκόνη
Sternenstaub αρσ
μετεωρική σκόνη
Meteorenstaub αρσ
σεληνιακή σκόνη
Mondstaub αρσ

2. σκόνη (παρασκεύασμα, φάρμακο):

σκόνη
Pulver ουδ
κάνω κάποιον σκόνη μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский