Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκοπεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκοπεύ|ω <-σα> [skɔˈpɛvɔ] VERB μεταβ

1. σκοπεύω (με όπλο):

σκοπεύω κάτι/κάποιον

2. σκοπεύω μτφ (έχω σκοπό):

σκοπεύω

Παραδειγματικές φράσεις με σκοπεύω

σκοπεύω κάτι/κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский