Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκοπευτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκοπευτής (σκοπεύτρια) [skɔpɛfˈtis, skɔˈpɛftria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σκοπευτής (σκοπεύτρια)
Schütze αρσ (Schützin) θηλ
ελεύθερος σκοπευτής ΣΤΡΑΤ

Παραδειγματικές φράσεις με σκοπευτής

ελεύθερος σκοπευτής ΣΤΡΑΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский