Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκεπάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκεπά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [scɛˈpazɔ] VERB μεταβ

2. σκεπάζω (αυτόν που κοιμάται):

σκεπάζω

3. σκεπάζω (προφυλάγω):

σκεπάζω και μτφ

II . σκεπάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με σκεπάζω

σκεπάζω κάτι με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский