Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκατώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκατώ|νω <-σα, -μένος> [skaˈtɔnɔ] VERB μεταβ χυδ (λερώνω)

σκατώνω
τα σκατώνω χυδ

Παραδειγματικές φράσεις με σκατώνω

τα σκατώνω χυδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский