Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκαρφίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκαρφί|ζομαι <-στηκα> [skarˈfizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

σκαρφίζομαι
sich δοτ ausdenken

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский