Ελληνικά » Γερμανικά

σκάω

σκάω s. σκάζω

Βλέπε και: σκά(ζ)ω

I . σκά|(ζ)ω <-σα, -σμένος> [ˈska(z)ɔ] VERB μεταβ

2. σκά(ζ)ω οικ (πληρώνω):

σκά(ζ)ω

II . σκά|(ζ)ω <-σα, -σμένος> [ˈska(z)ɔ] VERB αμετάβ

2. σκά(ζ)ω (γυαλί):

σκά(ζ)ω

3. σκά(ζ)ω (ξύλο):

σκά(ζ)ω

4. σκά(ζ)ω (βόμβα):

σκά(ζ)ω

I . σκά|(ζ)ω <-σα, -σμένος> [ˈska(z)ɔ] VERB μεταβ

2. σκά(ζ)ω οικ (πληρώνω):

σκά(ζ)ω

II . σκά|(ζ)ω <-σα, -σμένος> [ˈska(z)ɔ] VERB αμετάβ

2. σκά(ζ)ω (γυαλί):

σκά(ζ)ω

3. σκά(ζ)ω (ξύλο):

σκά(ζ)ω

4. σκά(ζ)ω (βόμβα):

σκά(ζ)ω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский