Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σιμώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σιμώ|νω <-σα> [siˈmɔnɔ] VERB μεταβ (φέρνω κοντά, πηγαίνω κοντά)

II . σιμώ|νω <-σα> [siˈmɔnɔ] VERB αμετάβ

1. σιμώνω (έρχομαι κοντά):

2. σιμώνω (κοντεύει κάτι):

Παραδειγματικές φράσεις με σιμώνω

σιμώνω κάτι
σιμώνω κάτι σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский