Ελληνικά » Γερμανικά

σερβίς [sɛrˈvis] SUBST ουδ αμετάβλ ΑΘΛ

Aufschlag αρσ
απλό σερβίς
διπλό σερβίς
(δεξιά) περιοχή θηλ του σερβίς
(κεντρική) γραμμή θηλ σερβίς

σέρβις [ˈsɛrvis] SUBST ουδ αμετάβλ

1. σέρβις (σύνολο υπηρεσιών):

Service αρσ

2. σέρβις (αυτοκινήτου, συσκευής):

Inspektion θηλ

σελφ-σέρβις [sɛlfˈsɛrvis] SUBST ουδ αμετάβλ

1. σελφ-σέρβις (αυτοεξυπηρέτηση):

2. σελφ-σέρβις (κατάστημα):

Παραδειγματικές φράσεις με σερβίς

απλό σερβίς
διπλό σερβίς
(δεξιά) περιοχή θηλ του σερβίς
(κεντρική) γραμμή θηλ σερβίς
Aufschlagrichter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский