Ελληνικά » Γερμανικά

σας [sas] ΑΝΤΩΝ

1. σας (μιλώντας σε ένα άτομο μόνο):

δε σας βλέπω
σας το έδωσα

2. σας (μιλώντας σε περισσότερους):

δε σας βλέπω
σας το έδωσα

συνημμένα σας στέλνουμε τα έγγραφα που μας ζητήσατε

Καταχώριση χρήστη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский