Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαράκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαράκι [saˈraci] SUBST ουδ

1. σαράκι (σκουλήκι):

σαράκι
Holzwurm αρσ

2. σαράκι (θλίψη):

σαράκι
Kummer αρσ
τον τρώει το σαράκι

Παραδειγματικές φράσεις με σαράκι

τον τρώει το σαράκι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский