Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σέρνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σ|έρνω <-υρα, -ύρθηκα, -υρμένος> [ˈsɛrnɔ] VERB μεταβ

1. σέρνω (πάνω στο έδαφος):

σέρνω

2. σέρνω (τραβώ):

σέρνω

3. σέρνω (κουβαλώ):

σέρνω
σέρνω κάτι μαζί μου

II . σέρνομαι VERB αυτοπ ρήμα (έρπω)

Παραδειγματικές φράσεις με σέρνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский