Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σέβομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σέβ|ομαι <-άστηκα> [ˈsɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. σέβομαι (γενικά):

σέβομαι

2. σέβομαι (νόμο):

σέβομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский