Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρόμπα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρόμπα [ˈrɔba] SUBST θηλ

1. ρόμπα (για το πρωί):

ρόμπα
Morgenmantel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ρόμπα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский