Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρεύμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρεύμα [ˈrɛvma] SUBST ουδ

3. ρεύμα (ποταμού, θάλασσας):

ρεύμα
Strömung θηλ
θαλάσσιο ρεύμα
ρεύμα λίμνης
Seeströmung θηλ

4. ρεύμα (αέρος):

ρεύμα
Luftzug αρσ
κάνει ρεύμα

5. ρεύμα (κοίτη):

ρεύμα
Flussbett ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ρεύμα

ρεύμα ουδ προπορείας
ρεύμα ουδ ηλεκτροδίου
ρεύμα ουδ λάβας
Lavastrom αρσ
ρεύμα ουδ βρόχου
οριακό ρεύμα
Grenzstrom αρσ
θαλάσσιο ρεύμα
ρεύμα λίμνης
διφασικό ρεύμα
κάνει ρεύμα
Drehstrom αρσ
ρεύμα αερίου
Gasstrom αρσ
ανοδικό ρεύμα
ρεύμα βρόχου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский