Ελληνικά » Γερμανικά

I . ρί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈrixnɔ] VERB μεταβ

2. ρίχνω (ρευστό: χύνω):

ρίχνω

3. ρίχνω (άμμο):

ρίχνω

4. ρίχνω (αποβάλλω):

ρίχνω

5. ρίχνω (τα δίχτυα):

ρίχνω

6. ρίχνω (σπίτι: γκρεμίζω):

ρίχνω

7. ρίχνω (αεροπλάνο: το πυροβολώ):

ρίχνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский