Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πόροι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πόροι [ˈpɔri] SUBST αρσ πλ

1. πόροι (εισόδημα):

πόροι
Einkommen ουδ ενικ
πόροι
Mittel ουδ πλ

2. πόροι (γενικότερα):

πόροι
Ressourcen θηλ πλ
ίδιοι πόροι ΟΙΚΟΝ
Eigenmittel ουδ πλ
erneuerbare Ressourcen θηλ πλ
Energiequellen θηλ πλ
θαλάσσιοι πόροι
Meeresschätze αρσ πλ
υδάτινοι πόροι
Wasserreserven θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με πόροι

Energiequellen θηλ πλ
Meeresschätze αρσ πλ
υδάτινοι πόροι
Wasserreserven θηλ πλ
δασική πόροι
Forstressourcen θηλ πλ
ίδιοι πόροι ΟΙΚΟΝ
Eigenmittel ουδ πλ
Fischbestände αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский