Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυρρολικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυρρολικ|ός <-ή, -ό> [pirɔliˈkɔs] ΕΠΊΘ

πυρρολικός
Pyrrol-
πυρρολικός δακτύλιος
Pyrrolring αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πυρρολικός

πυρρολικός δακτύλιος
Pyrrolring αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский