Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυκνότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυκνότητα [pikˈnɔtita] SUBST θηλ

πυκνότητα
Dichte θηλ
ειδική πυκνότητα ΦΥΣ
πυκνότητα αερίου
Gasdichte θηλ
κρίσιμη πυκνότητα
kritische Dichte θηλ
μαγνητική πυκνότητα
πυκνότητα πληθυσμού
πυρηνική πυκνότητα
Kerndichte θηλ
σχετική πυκνότητα
relative Dichte θηλ
πυκνότητα ύλης
(γραμμική) πυκνότητα φορτίου
φωτεινή πυκνότητα ΦΥΣ
Leuchtdichte θηλ
πυκνότητα διαλύματος ΧΗΜ
Lösungsgrad αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πυκνότητα

πυκνότητα θηλ αποθήκευσης
πυκνότητα θηλ ροής ΦΥΣ
ειδική πυκνότητα
μαγνητική πυκνότητα
πυκνότητα πληθυσμού
πυρηνική πυκνότητα
Kerndichte θηλ
σχετική πυκνότητα
πυκνότητα αερίου
Gasdichte θηλ
κρίσιμη πυκνότητα
πυκνότητα ύλης
πυκνότητα διαλύματος ΧΗΜ
φωτεινή πυκνότητα ΦΥΣ
ιοντική πυκνότητα
ορθοβαρική πυκνότητα
(γραμμική) πυκνότητα φορτίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский