Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρώην“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρώην [ˈprɔin] ΕΠΊΡΡ

πρώην
frühere(r, s)
πρώην
ο πρώην διευθυντής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский