Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόσκληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόσκλησ|η <-εις> [ˈprɔsklisi] SUBST θηλ

1. πρόσκληση (να έρθει κάποιος, και το έγγραφο):

πρόσκληση
Einladung θηλ

2. πρόσκληση (να κάνει κάποιος κάτι):

πρόσκληση
Aufforderung θηλ

3. πρόσκληση ΣΤΡΑΤ:

πρόσκληση
Einberufung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский