Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόθυμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόθυμ|ος <-η, -ο> [ˈprɔθimɔs] ΕΠΊΘ

1. πρόθυμος (που δείχνει διάθεση, όρεξη):

πρόθυμος

2. πρόθυμος (ευγενικός):

πρόθυμος

Παραδειγματικές φράσεις με πρόθυμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский