Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρωτόγονος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρωτόγον|ος <-η, -ο> [prɔˈtɔɣɔnɔs] ΕΠΊΘ

1. πρωτόγονος (αρχέγονος):

πρωτόγονος
Ur-
πρωτόγονος δεινόσαυρος
Ursaurier αρσ

2. πρωτόγονος (μη εξελιγμένος):

πρωτόγονος

Παραδειγματικές φράσεις με πρωτόγονος

πρωτόγονος δεινόσαυρος
Ursaurier αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский