Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προσ|φέρ(ν)ω <-φερα [ή -έφερα], -φέρθηκα, -φερμένος> [prɔsˈfɛr(n)ɔ] VERB μεταβ

1. προσφέρ(ν)ω (ποτό, βοήθεια, για πώληση):

2. προσφέρ(ν)ω (προτείνω ποσό για αγορά):

II . προσφέρομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский