Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσελκύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσελκύ|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔsɛlˈciɔ] VERB μεταβ και μτφ

προσελκύω
προσελκύω την προσοχή κάποιου

Παραδειγματικές φράσεις με προσελκύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский