Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προμηθευτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προμηθευτής (προμηθεύτρια) [prɔmiθɛfˈtis, prɔmiˈθɛftria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

προμηθευτής (προμηθεύτρια)
Lieferant(in) αρσ (θηλ)
ενδιάμεσος προμηθευτής
προμηθευτής μεγάλων ποσοτήτων
προμηθευτής ρεύματος
Lieferfirma θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με προμηθευτής

ενδιάμεσος προμηθευτής
προμηθευτής ρεύματος
προμηθευτής μεγάλων ποσοτήτων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский