Ελληνικά » Γερμανικά

προλαβ|αίνω <-α> [prɔlaˈvɛnɔ] VERB μεταβ

2. προλαβαίνω (κακό, ατύχημα):

3. προλαβαίνω (τρέχοντας, με όχημα):

προσ|λαμβάνω [prɔzlaɱˈvanɔ], προσ|λαβαίνω [prɔzlaˈvɛnɔ] <-έλαβα, -λήφτηκα> VERB μεταβ

1. προσλαμβάνω (σε εργασία):

2. προσλαμβάνω (παίρνω: ύφος):

προλαμίνη [prɔlaˈmini] SUBST θηλ ΒΙΟΛ

προλακτίνη [prɔlakˈtini] SUBST θηλ

απολ|αβαίνω [apɔlaˈvɛnɔ], απολ|αμβάνω [apɔlaɱˈvanɔ] <-αβα> VERB μεταβ (ωφελούμαι, κερδίζω)

παρ|αλαβαίνω <-άλαβα [ή -έλαβα], -αλήφτηκα> [paralaˈvɛnɔ] VERB μεταβ

1. παραλαβαίνω (αντικείμενο, γράμμα):

2. παραλαβαίνω (άτομο):

περι|λαβαίνω <-λαβα [ή -έλαβα] > [pɛrilaˈvɛnɔ] VERB μεταβ

1. περιλαβαίνω (περιλαμβάνω) s. περιλαμβάνω

2. περιλαβαίνω (σε κατάλογο):

3. περιλαβαίνω (αρπάζω):

Βλέπε και: περιλαμβάνω

προ|βαίνω <-έβηκα [ή -έβην] > [prɔˈvɛnɔ] VERB αμετάβ

οδόβαινος [ɔˈðɔvɛnɔs] SUBST αρσ ΖΩΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский