Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προδότης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

προδότης
Verräter(in) αρσ (θηλ)
προδότης της χώρας
Landesverräter(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με προδότης

προδότης της χώρας
Landesverräter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский