Ελληνικά » Γερμανικά

πράσινο [ˈprasinɔ] SUBST ουδ (χρώμα, βλάστηση, χόρτο)

πράσινο
Grün ουδ

Πράσινο Ακρωτήριο [ˈprasinɔ akrɔˈtiriɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский