Ελληνικά » Γερμανικά

πουφ1 [puf] SUBST ουδ αμετάβλ (κάθισμα)

πουφ
Puff αρσ

πουφ2 [puf] ΕΠΙΦΏΝ (επιφώνημα αηδίας)

πουφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский