Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πουκάμισο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πουκάμισο [puˈkamisɔ] SUBST ουδ

πουκάμισο
Hemd ουδ
γυναικείο πουκάμισο
Bluse θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πουκάμισο

γυναικείο πουκάμισο
Bluse θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский