Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πορίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πορί|ζω <-σα, -στηκα> [pɔˈrizɔ] VERB μεταβ

πορίζω

II . πορί|ζω <-σα, -στηκα> [pɔˈrizɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με πορίζω

πορίζω τα προς το ζην

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский