Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πνευματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πνευματικ|ός <-ή, -ό> [pnɛvmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πνευματικός

II . πνευματικ|ός [pnɛvmatiˈkɔs] SUBST αρσ

πνευματικός
Beichtvater αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πνευματικός

πνευματικός μεσαίωνας μτφ
πνευματικός πατέρας μτφ
Urheber(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский