Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλούτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλούτος <πλούτη> [ˈplutɔs] SUBST ουδ o αρσ

πλούτος
Reichtum αρσ
εθνικός πλούτος ΟΙΚΟΝ
ορυκτός πλούτος
Bodenschätze αρσ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με πλούτος

εθνικός πλούτος ΟΙΚΟΝ
λεξικός πλούτος
ορυκτός πλούτος
Bodenschätze αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский